zarpar - ορισμός. Τι είναι το zarpar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι zarpar - ορισμός


Zarpar      
v. t.
O mesmo ou melhór que "sarpar".
Prov. minh.
Enganar, abusar da bôa fé de, em proveito próprio.
V. i. Bras.
Fugir.
(Cast. "zarpar")
zarpar      
(cast zarpar) vint
1 Fugir.
2 Náut Partir.
zarpar      
v. (-a1697 cf. AVSerm)
1 int. partir (uma embarcação); levantar âncora
mal embarcaram os passageiros, o navio zarpou
2 t.i.int. p.ext. sair de (algum lugar), deixar um local, ir-se embora; partir
os dois zarparam cedo (de casa)
3 int. p.ext. retirar-se apressadamente para escapar a alguém ou algo, sair em debandada; fugir
viu que o esperavam e zarpou designados para aquela perigosa missão, os covardes decidiram z.
4 t.d. MNH enganar, abusar da boa-fé de (alguém) em proveito próprio; lograr, burlar
sabia bem como z. o tutor sovina
-etim esp. zarpar (1601) 'levantar âncora', este do it.ant. sarpare (1516) 'id.', atual salpare , de orig.contrv., talvez do lat. exharpare gr. ezarpázó 'levantar (âncora)' -sin/var ver sinonímia de enganar e pirar -ant ver sinonímia de desenganar